- μαγγάνη
- μαγγάναwine-caskfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαγγάνη — η (Μ μαγγάνη) νεοελλ. βλ. μάγγανο μσν. μάγισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάγγανον, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μαγγάνῃ — μαγγάνα wine cask fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek